χρυσοθήρας

χρυσοθήρας
ο
1. αυτός που αναζητάει μεταλλεία χρυσού για εκμετάλλευση.
2. αυτός που με κάθε τρόπο επιδιώκει τον πλουτισμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρυσοθήρας — ο, ΝΜ μτφ. άτομο που επιδιώκει επίμονα να πλουτίσει νεοελλ. άνθρωπος που αναζητεί κοιτάσματα χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ελεφαντο θήρας] …   Dictionary of Greek

  • Τσάπλιν, Τσαρλς Σπένσερ — (Chaplin, Λονδίνο 1889 – Βεβέ, Ελβετία 1977). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος πλανόδιων ηθοποιών, πέρασε την παιδική του ηλικία σε περιπέτειες και σε φτώχεια, γεγονός που άφησε βαθιά ίχνη στον χαρακτήρα του. Εμφανίστηκε σε …   Dictionary of Greek

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • μυοθήρας — ο (ΑΜ μυοθήρας) αυτός που κυνηγά ποντίκια («ὁ ἐν ταῑς οἰκίαις μυοθήρας ὄφις», Ευστ.) νεοελλ. φρ. «μυοθήρας κύων» ζωολ. είδος λυκόμορφου κατοικίδιου σκύλου που κυνηγά τους ποντικούς και άλλα τρωκτικά αρχ. η μυάγρα, η ποντικοπαγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοθηρία — η, Ν 1. η αναζήτηση κοιτασμάτων χρυσού 2. (γενικά) επίμονη επιδίωξη πλουτισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • Γκριν, Αλεξάντρ — (Aleksandr Grin, Βιάτκα 1880 – Στάρι Κριμ 1932). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ρώσου συγγραφέα Αλεξάντρ Στεπάνοβιτς Γκρινέφσκι. Ήταν γιος ενός εξόριστου μετά την Πολωνική επανάσταση του 1863, ο οποίος έζησε από τα παιδικά του ακόμα χρόνια μια ζωή όλο …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μητσάκης, Μιχαήλ — (Μέγαρα 1868 – Αθήνα 1916). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Φοίτησε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, επειδή επιδόθηκε νωρίς και αποκλειστικά στη δημοσιογραφία. Κυκλοφόρησε και δύο δικές του σατιρικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”